- ἐπεντύνει
- ἐπεντύ̱νει , ἐπεντύνωaor subj act 3rd sg (epic)ἐπεντύ̱νει , ἐπεντύνωpres ind mp 2nd sgἐπεντύ̱νει , ἐπεντύνωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.